- Σκύθαινα
- Σκύθ-αινᾰ [ῠ], ἡ, fem. form of Σκύθης, Ar.Lys.184, Alex.331.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Σκύθαινα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκύθαινα — η, ΝΑ βλ. σκύθης … Dictionary of Greek
Σκυθαίνας — Σκυθαίνᾱς , Σκύθαινα fem acc pl Σκυθαίνᾱς , Σκύθαινα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκύθαιναν — Σκύθαινα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύθης — Μυθικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ηρακλή και της Έχιδνας από τη Σκυθία. Σύμφωνα με την παράδοση αναχωρώντας ο Ηρακλής, άφησε εντολή να βασιλεύσει στη χώρα εκείνος από τους τρεις γιους του (Αγάθυρσο, Γελωνό και Σ.), ο οποίος θα κατόρθωνε να τεντώσει… … Dictionary of Greek